- ετερόφρων
- -ον (ΑΜ ἑτερόφρων, -ον)1. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει άλλη γνώμη, ο ασύμφωνος2. (για θρησκευτικά ζητήματα) αλλόθρησκος, αλλόδοξος, αλλόπιστοςμσν.-αρχ.1. αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο αλλόφρων, ο μαινόμενος2. (για φυσικά φαινόμενα) παράξενος, αλλιώτικος («ἑτερόφρονι κύματι», Νόνν.).επίρρ...ετεροφρόνωςμε διαφορετική γνώμη, ετερόδοξα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -φρων < θ. φρεν- τού φρην, πρβλ. ά-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.